- ποικιλμός
- ποικ-ιλμός, ὁ,A elaboration, refinement, Epicur.Fr. 417(pl.); variegation, Plu.2.382c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλμός — elaboration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλμός — ὁ, Α [ποικίλλω] 1. λεπτή επεξεργασία 2. ποικίλος διάκοσμος, ποικιλία («ἡ Ὀσίριδος στολὴ οὐκ ἔχει... ποικιλμόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ποικιλμοῦ — ποικιλμός elaboration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλμούς — ποικιλμός elaboration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλμόν — ποικιλμός elaboration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)